συρφετώδης

συρφετώδης
-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [συρφετός]
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συρφετώδης — promiscuous masc/fem acc pl (attic epic doric) συρφετώδης promiscuous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συρφετώδης promiscuous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδει — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat sg συρφετώδεϊ , συρφετώδης promiscuous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδη — συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συρφετώδης promiscuous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετῶδες — συρφετώδης promiscuous masc/fem voc sg συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδεις — συρφετώδης promiscuous masc/fem acc pl συρφετώδης promiscuous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετωδῶς — συρφετώδης promiscuous adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδεσιν — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδους — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”