συρφετώδης — promiscuous masc/fem acc pl (attic epic doric) συρφετώδης promiscuous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συρφετώδης promiscuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετώδει — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat sg συρφετώδεϊ , συρφετώδης promiscuous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετώδη — συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συρφετώδης promiscuous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετῶδες — συρφετώδης promiscuous masc/fem voc sg συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετώδεις — συρφετώδης promiscuous masc/fem acc pl συρφετώδης promiscuous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετωδῶς — συρφετώδης promiscuous adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετώδεσιν — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρφετώδους — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν … Dictionary of Greek